- ωραϊσμός
- ο / ὡραϊσμός, ΝΜΑ [ὡραΐζω, -ομαι]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ωραΐζω, εξωραϊσμόςμσν.-αρχ.ομορφιά, ωραιότητααρχ.μτφ. α) εκθήλυνσηβ) (για λεκτικό ύφος) κομψότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὡραισμός — adornment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμοῖς — ὡραισμός adornment masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμοῦ — ὡραισμός adornment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμούς — ὡραισμός adornment masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμῶν — ὡραισμός adornment masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμῷ — ὡραισμός adornment masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμόν — ὡραισμός adornment masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωράϊσις — ίσεως, ἡ, ΜΑ [ὡραΐζω] ωραϊσμός, καλλωπισμός … Dictionary of Greek